Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
κατάστασις
View word page
κατασταγμός
running at the nose

ShortDef

running at the nose

Debugging

Headword:
κατασταγμός
Headword (normalized):
κατασταγμός
Headword (normalized/stripped):
κατασταγμος
IDX:
46673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46674
Key:

Data

{'content': 'running at the nose'}