Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
καταστασιαστικός
View word page
κατάσσυτος
rushing down
ShortDef
rushing down
Debugging
Headword:
κατάσσυτος
Headword (normalized):
κατάσσυτος
Headword (normalized/stripped):
κατασσυτος
IDX:
46672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46673
Key:
Data
{'content': 'rushing down'}