Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
καταστασιάζω
View word page
κατασπουδασμός
trouble, amazement

ShortDef

trouble, amazement

Debugging

Headword:
κατασπουδασμός
Headword (normalized):
κατασπουδασμός
Headword (normalized/stripped):
κατασπουδασμος
IDX:
46671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46672
Key:

Data

{'content': 'trouble, amazement'}