Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
κατάσταξις
View word page
κατασπουδαζόντως
eagerly
ShortDef
eagerly
Debugging
Headword:
κατασπουδαζόντως
Headword (normalized):
κατασπουδαζόντως
Headword (normalized/stripped):
κατασπουδαζοντως
IDX:
46670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46671
Key:
Data
{'content': 'eagerly'}