Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
καταστάθμησις
κατασταθμισμός
κατασταλτικός
κατασταμνίζω
View word page
κατασπουδάζομαι
to be very earnest

ShortDef

to be very earnest

Debugging

Headword:
κατασπουδάζομαι
Headword (normalized):
κατασπουδάζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασπουδαζομαι
IDX:
46669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46670
Key:

Data

{'content': 'to be very earnest'}