Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
κατασταθμεύω
View word page
κατάσπιλος
blemished

ShortDef

blemished

Debugging

Headword:
κατάσπιλος
Headword (normalized):
κατάσπιλος
Headword (normalized/stripped):
κατασπιλος
IDX:
46665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46666
Key:

Data

{'content': 'blemished'}