Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
καταστάζω
View word page
κατασπιλάζω
spot, stain

ShortDef

spot, stain

Debugging

Headword:
κατασπιλάζω
Headword (normalized):
κατασπιλάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασπιλαζω
IDX:
46664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46665
Key:

Data

{'content': 'spot, stain'}