Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
κατάσσυτος
κατασταγμός
View word page
κατάσπευσις
haste

ShortDef

haste

Debugging

Headword:
κατάσπευσις
Headword (normalized):
κατάσπευσις
Headword (normalized/stripped):
κατασπευσις
IDX:
46663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46664
Key:

Data

{'content': 'haste'}