Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
κατασπουδάζομαι
κατασπουδαζόντως
κατασπουδασμός
View word page
κατασπέρχω
to urge on

ShortDef

to urge on

Debugging

Headword:
κατασπέρχω
Headword (normalized):
κατασπέρχω
Headword (normalized/stripped):
κατασπερχω
IDX:
46661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46662
Key:

Data

{'content': 'to urge on'}