Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
κατασπορεύς
View word page
κατασπείρω
to sow thickly

ShortDef

to sow thickly

Debugging

Headword:
κατασπείρω
Headword (normalized):
κατασπείρω
Headword (normalized/stripped):
κατασπειρω
IDX:
46658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46659
Key:

Data

{'content': 'to sow thickly'}