Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
κατασποδέω
κατασπορά
View word page
κατασπειράω
scattered, given out

ShortDef

scattered, given out

Debugging

Headword:
κατασπειράω
Headword (normalized):
κατασπειράω
Headword (normalized/stripped):
κατασπειραω
IDX:
46657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46658
Key:

Data

{'content': 'scattered, given out'}