Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατάσπευσις
κατασπιλάζω
κατάσπιλος
View word page
κατασπαταλάω
to live wantonly, to wanton

ShortDef

to live wantonly, to wanton

Debugging

Headword:
κατασπαταλάω
Headword (normalized):
κατασπαταλάω
Headword (normalized/stripped):
κατασπαταλαω
IDX:
46655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46656
Key:

Data

{'content': 'to live wantonly, to wanton'}