Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
κατασπειράω
κατασπείρω
κατάσπεισις
View word page
κατασπαργανόω
wrap in swaddling-clothes
ShortDef
wrap in swaddling-clothes
Debugging
Headword:
κατασπαργανόω
Headword (normalized):
κατασπαργανόω
Headword (normalized/stripped):
κατασπαργανοω
IDX:
46649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46650
Key:
Data
{'content': 'wrap in swaddling-clothes'}