Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
κατασπαταλάω
κατασπάω
View word page
κατασοφισμός
outwitting, trickery

ShortDef

outwitting, trickery

Debugging

Headword:
κατασοφισμός
Headword (normalized):
κατασοφισμός
Headword (normalized/stripped):
κατασοφισμος
IDX:
46646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46647
Key:

Data

{'content': 'outwitting, trickery'}