Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
κατασπαστικός
View word page
κατασοβέω
frighten away, scare

ShortDef

frighten away, scare

Debugging

Headword:
κατασοβέω
Headword (normalized):
κατασοβέω
Headword (normalized/stripped):
κατασοβεω
IDX:
46644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46645
Key:

Data

{'content': 'frighten away, scare'}