Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
κατάσπασμα
κατασπασμικός
κατασπασμός
View word page
κατασοβαρεύομαι
regard haughtily

ShortDef

regard haughtily

Debugging

Headword:
κατασοβαρεύομαι
Headword (normalized):
κατασοβαρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασοβαρευομαι
IDX:
46643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46644
Key:

Data

{'content': 'regard haughtily'}