Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
κατάσπασις
View word page
κατάσμυρνος
smelling of myrrh

ShortDef

smelling of myrrh

Debugging

Headword:
κατάσμυρνος
Headword (normalized):
κατάσμυρνος
Headword (normalized/stripped):
κατασμυρνος
IDX:
46640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46641
Key:

Data

{'content': 'smelling of myrrh'}