Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
κατασπαργανόω
View word page
κατασμικρύνω
lessen, abridge

ShortDef

lessen, abridge

Debugging

Headword:
κατασμικρύνω
Headword (normalized):
κατασμικρύνω
Headword (normalized/stripped):
κατασμικρυνω
IDX:
46639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46640
Key:

Data

{'content': 'lessen, abridge'}