Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
κατασπάζομαι
κατασπαράσσω
View word page
κατασμικρολογέω
speak disparagingly of

ShortDef

speak disparagingly of

Debugging

Headword:
κατασμικρολογέω
Headword (normalized):
κατασμικρολογέω
Headword (normalized/stripped):
κατασμικρολογεω
IDX:
46638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46639
Key:

Data

{'content': 'speak disparagingly of'}