Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
κατασοφισμός
View word page
κατασκώπτω
to make jokes upon, to jeer
ShortDef
to make jokes upon, to jeer
Debugging
Headword:
κατασκώπτω
Headword (normalized):
κατασκώπτω
Headword (normalized/stripped):
κατασκωπτω
IDX:
46636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46637
Key:
Data
{'content': 'to make jokes upon, to jeer'}