Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
κατασοφίζομαι
View word page
κατασκυθρωπάζω
look gloomy

ShortDef

look gloomy

Debugging

Headword:
κατασκυθρωπάζω
Headword (normalized):
κατασκυθρωπάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασκυθρωπαζω
IDX:
46635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46636
Key:

Data

{'content': 'look gloomy'}