Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
κατασοβέω
View word page
κατασκοτίζω
veil in darkness

ShortDef

veil in darkness

Debugging

Headword:
κατασκοτίζω
Headword (normalized):
κατασκοτίζω
Headword (normalized/stripped):
κατασκοτιζω
IDX:
46634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46635
Key:

Data

{'content': 'veil in darkness'}