Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
κατασμύχω
κατασμώχομαι
κατασοβαρεύομαι
View word page
κατασκορπίζω
scatter abroad

ShortDef

scatter abroad

Debugging

Headword:
κατασκορπίζω
Headword (normalized):
κατασκορπίζω
Headword (normalized/stripped):
κατασκορπιζω
IDX:
46633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46634
Key:

Data

{'content': 'scatter abroad'}