Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
κατάσμυρνος
View word page
κατασκοπικός
for scouting
ShortDef
for scouting
Debugging
Headword:
κατασκοπικός
Headword (normalized):
κατασκοπικός
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπικος
IDX:
46630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46631
Key:
Data
{'content': 'for scouting'}