Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
κατασμικρύνω
View word page
κατασκοπή
a viewing closely, spying

ShortDef

a viewing closely, spying

Debugging

Headword:
κατασκοπή
Headword (normalized):
κατασκοπή
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπη
IDX:
46629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46630
Key:

Data

{'content': 'a viewing closely, spying'}