Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
κατασμικρίζω
κατασμικρολογέω
View word page
κατασκοπέω
to view closely, spy out

ShortDef

to view closely, spy out

Debugging

Headword:
κατασκοπέω
Headword (normalized):
κατασκοπέω
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπεω
IDX:
46628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46629
Key:

Data

{'content': 'to view closely, spy out'}