Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
κατασκώπτω
View word page
κατασκληρύνομαι
become hard

ShortDef

become hard

Debugging

Headword:
κατασκληρύνομαι
Headword (normalized):
κατασκληρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασκληρυνομαι
IDX:
46626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46627
Key:

Data

{'content': 'become hard'}