Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
κατασκυθρωπάζω
View word page
κατάσκληρος
very hard

ShortDef

very hard

Debugging

Headword:
κατάσκληρος
Headword (normalized):
κατάσκληρος
Headword (normalized/stripped):
κατασκληρος
IDX:
46625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46626
Key:

Data

{'content': 'very hard'}