Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
κατασκοτίζω
View word page
κατασκληραίνω
harden
ShortDef
harden
Debugging
Headword:
κατασκληραίνω
Headword (normalized):
κατασκληραίνω
Headword (normalized/stripped):
κατασκληραινω
IDX:
46624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46625
Key:
Data
{'content': 'harden'}