Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
κατασκορπίζω
View word page
κατασκιρτάω
leap upon
ShortDef
leap upon
Debugging
Headword:
κατασκιρτάω
Headword (normalized):
κατασκιρτάω
Headword (normalized/stripped):
κατασκιρταω
IDX:
46623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46624
Key:
Data
{'content': 'leap upon'}