Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
κατάσκοπος
View word page
κατασκιρόομαι
become hard
ShortDef
become hard
Debugging
Headword:
κατασκιρόομαι
Headword (normalized):
κατασκιρόομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασκιροομαι
IDX:
46622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46623
Key:
Data
{'content': 'become hard'}