Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατασκόπιον
View word page
κατάσκιος
shaded

ShortDef

shaded

Debugging

Headword:
κατάσκιος
Headword (normalized):
κατάσκιος
Headword (normalized/stripped):
κατασκιος
IDX:
46621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46622
Key:

Data

{'content': 'shaded'}