Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
View word page
κατασκιάζω
to overshadow, cover over
ShortDef
to overshadow, cover over
Debugging
Headword:
κατασκιάζω
Headword (normalized):
κατασκιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασκιαζω
IDX:
46620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46621
Key:
Data
{'content': 'to overshadow, cover over'}