Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
κατασκοπή
View word page
κατάσκηψις
attack

ShortDef

attack

Debugging

Headword:
κατάσκηψις
Headword (normalized):
κατάσκηψις
Headword (normalized/stripped):
κατασκηψις
IDX:
46619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46620
Key:

Data

{'content': 'attack'}