Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
κατασκληρύνομαι
κατασκόπευσις
κατασκοπέω
View word page
κατασκήπτω
to rush down
ShortDef
to rush down
Debugging
Headword:
κατασκήπτω
Headword (normalized):
κατασκήπτω
Headword (normalized/stripped):
κατασκηπτω
IDX:
46618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46619
Key:
Data
{'content': 'to rush down'}