Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
κατάσκληρος
View word page
κατασκηνόω
to pitch one's camp

ShortDef

to pitch one's camp

Debugging

Headword:
κατασκηνόω
Headword (normalized):
κατασκηνόω
Headword (normalized/stripped):
κατασκηνοω
IDX:
46615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46616
Key:

Data

{'content': "to pitch one's camp"}