Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
κατασκιρτάω
κατασκληραίνω
View word page
κατασκηνάω
take up oneʼs quarters, encamp

ShortDef

take up oneʼs quarters, encamp

Debugging

Headword:
κατασκηνάω
Headword (normalized):
κατασκηνάω
Headword (normalized/stripped):
κατασκηναω
IDX:
46614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46615
Key:

Data

{'content': 'take up oneʼs quarters, encamp'}