Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
κατασκιρόομαι
View word page
κατάσκεψις
careful examination

ShortDef

careful examination

Debugging

Headword:
κατάσκεψις
Headword (normalized):
κατάσκεψις
Headword (normalized/stripped):
κατασκεψις
IDX:
46612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46613
Key:

Data

{'content': 'careful examination'}