Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
κατάσκιος
View word page
κατάσκευος
furnished
ShortDef
furnished
Debugging
Headword:
κατάσκευος
Headword (normalized):
κατάσκευος
Headword (normalized/stripped):
κατασκευος
IDX:
46611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46612
Key:
Data
{'content': 'furnished'}