Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
κατασκιάζω
View word page
κατασκευή
preparation

ShortDef

preparation

Debugging

Headword:
κατασκευή
Headword (normalized):
κατασκευή
Headword (normalized/stripped):
κατασκευη
IDX:
46610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46611
Key:

Data

{'content': 'preparation'}