Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατάσκηψις
View word page
κατασκευάστρια
she who prepares

ShortDef

she who prepares

Debugging

Headword:
κατασκευάστρια
Headword (normalized):
κατασκευάστρια
Headword (normalized/stripped):
κατασκευαστρια
IDX:
46609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46610
Key:

Data

{'content': 'she who prepares'}