Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
View word page
κατασκευαστός
artificial
ShortDef
artificial
Debugging
Headword:
κατασκευαστός
Headword (normalized):
κατασκευαστός
Headword (normalized/stripped):
κατασκευαστος
IDX:
46608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46609
Key:
Data
{'content': 'artificial'}