Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
View word page
κατασκευαστικός
fitted for providing

ShortDef

fitted for providing

Debugging

Headword:
κατασκευαστικός
Headword (normalized):
κατασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
κατασκευαστικος
IDX:
46607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46608
Key:

Data

{'content': 'fitted for providing'}