Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
View word page
κατασκευαστής
contriner
ShortDef
contriner
Debugging
Headword:
κατασκευαστής
Headword (normalized):
κατασκευαστής
Headword (normalized/stripped):
κατασκευαστης
IDX:
46606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46607
Key:
Data
{'content': 'contriner'}