Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
κατασκηνόω
View word page
κατασκευαστέος
one must prepare

ShortDef

one must prepare

Debugging

Headword:
κατασκευαστέος
Headword (normalized):
κατασκευαστέος
Headword (normalized/stripped):
κατασκευαστεος
IDX:
46605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46606
Key:

Data

{'content': 'one must prepare'}