Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
κατασκηνάω
View word page
κατασκευασμός
contrivance

ShortDef

contrivance

Debugging

Headword:
κατασκευασμός
Headword (normalized):
κατασκευασμός
Headword (normalized/stripped):
κατασκευασμος
IDX:
46604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46605
Key:

Data

{'content': 'contrivance'}