Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
κατασκέω
View word page
κατασκεύασμα
that which is prepared

ShortDef

that which is prepared

Debugging

Headword:
κατασκεύασμα
Headword (normalized):
κατασκεύασμα
Headword (normalized/stripped):
κατασκευασμα
IDX:
46603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46604
Key:

Data

{'content': 'that which is prepared'}