Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
κατάσκεψις
View word page
κατασκευασία
preparation
ShortDef
preparation
Debugging
Headword:
κατασκευασία
Headword (normalized):
κατασκευασία
Headword (normalized/stripped):
κατασκευασια
IDX:
46602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46603
Key:
Data
{'content': 'preparation'}