Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
κατάσκευος
View word page
κατασκευάζω
to equip

ShortDef

to equip

Debugging

Headword:
κατασκευάζω
Headword (normalized):
κατασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασκευαζω
IDX:
46601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46602
Key:

Data

{'content': 'to equip'}