Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
κατασκευή
View word page
κατασκεπαστός
covered
ShortDef
covered
Debugging
Headword:
κατασκεπαστός
Headword (normalized):
κατασκεπαστός
Headword (normalized/stripped):
κατασκεπαστος
IDX:
46600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46601
Key:
Data
{'content': 'covered'}